Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(τῶν μεγάλων πραγμάτων

  • 1 αντιλαμβανω

        1) тж. med. брать, захватывать, занимать
        

    (χωρίον τί τινος Xen.; χώραν, med. χώρας Thuc.; med. τοῦ θρόνου Arph.)

        τοῦ ἀσφαλοῦς ἀντιλαβεῖσθαι Thuc.обеспечить себе безопасность

        2) получать взамен, обменивать
        

    (τί τινος Eur.; πολλέν χάριν καὴ φιλίαν Plut.)

        3) med. захватывать, пленять, сильно интересовать
        

    (ὅ λόγος ἀντιλαμβάνεταί μου Plat.)

        4) med. хвататься, ухватываться
        

    (τῇ ἀριστερᾷ τοῦ τρίβωνος Plat.; τῶν δορατίων ταῖς χερσί Plut.)

        5) med. сдерживать, останавливать
        6) med. ( редко) постигать, познавать
        

    (τινός Plat., Luc.)

        ἀ. κατὰ τέν ἀκοήν Sext.воспринимать слухом

        7) med. браться, приниматься, заниматься
        τοῦ κοινοῦ τῆς σωτηρίας ἀ. Thuc. — посвящать себя интересам общественного блага;
        ἀ. τῆς ἐλευθερίας Thuc., Plut. — отстаивать дело свободы;
        ἀ. τοῦ πολέμου Isocr. — предпринимать войну;
        ἀ. τοῦ λόγου Plat. — вмешиваться в беседу;
        τοῦδε πάλιν ἀ., οὗπερ τὸ πρότερον Plat.возвращаться к ранее сказанному

        8) med. утверждать со своей стороны, возражать
        

    (ἀ. καὴ ἐλέγχειν Plat.)

        ἀντιλαβέσθαι παντὴ πρόχειρον, ὡς … Plat. — всякий может возразить, что …

    Древнегреческо-русский словарь > αντιλαμβανω

  • 2 απτω

         ἅπτω
        I
        1) тж. med. завязывать, обвязывать, привязывать, прикреплять
        

    (ἀμφοτέρωθέν τι Hom.; βρόχους κρεμαστούς и δέοην βρόχω Eur.; med. βρόχον ἀπὸ μελάθρου Hom.)

        ἅ. πάλην τινί Aesch.завязывать борьбу с кем-л.;
        χορὸν ἅψαι Aesch. — устроить хоровод;
        τί δ΄ ἐγὼ ἅπτουσ΄ ἂν ἢ λύουσα προσθείμην πλέον ; Soph.как же мне поступить? (досл. что же я могла бы прибавить завязыванием или развязыванием?);
        φέρε λόγων ἁψώμεθ΄ ἄλλων Eur.давай поговорим о другом

        2) med. (δε γοιτυ) находиться в связи
        

    (Arst.; γυναικός Plat.)

        3) med. достигать
        

    (τοῦ τέλους Plat.)

        ἀμφοτέρων βέλε΄ ἥπτετο Hom. — стрелы настигали и тех и других;
        ἅ. τύχῃ τῆς ἀληθείας Plut.случайно узнать истину

        4) med. приниматься (за что-л.), предпринимать, заниматься, приступать
        

    (ἔργου Xen.; πολέμου Thuc., Plut.; φιλοσοφίας Plat.; πραγμάτων μεγάλων Plut.)

        ἅψασθαι φόνου Eur. — совершить убийство;
        οὐ μέλλειν, ἀλλ΄ ἅ. Arph. — не медлить, а приступить к делу

        5) med. воспринимать
        6) med. прикасаться, дотрагиваться
        

    (γενείου τινός Hom.; γονάτων Pind., Eur.; τῆς γῆς Diod.)

        καὴ ἁπτόμενοι καὴ χωρὴς ἑαυτῶν Plat. — как соприкасающиеся, так и обособленные

        7) med. питаться, вкушать
        

    (τῶν τροφῶν Plut.)

        ὅσα τετράποδα ἀνθρώπων ἅπτεται Thuc. — четвероногие, питающиеся человеческим мясом;
        βρώμης οὐχ ἅ. οὐδὲ ποτῆτος Hom.не есть и не пить

        8) med. нападать
        

    (ἀνδρός Aesch., Soph.; sc. τῶν πολεμίων Xen.; Σικελίας Plut.)

        ἥ νόσος ἥψατο τῶν ἀθρώπων Thuc. — эпидемия охватила население;
        τῶν ὁμοίων σωμάτων οἱ αὐτοὴ πόνοι οὐκ ὁμοίως ἅπτονται Xen. — одни и те же труды по-разному изнуряют одинаковые организмы;
        ἀλλήλων ἅπτοντο καταιτιώμενοι Her. — они осыпали друг друга обвинениями;
        ἅ. τοῦ λόγου (τινός) Plat.возражать против чьей-л. речи;
        μέ ἅ. τῶν ἀλλοτρίων Plat. — не трогать чужого;
        τῆς μὲν οὐδὲν ἄλγος ἅψεταί ποτε Eur.никакое страдание ее уже не коснется

        II
        1) зажигать

    (θωμὸν πυρί Aesch.; πεύκας Eur.; λύχνον Arph.; перен. πυρσὸν ὕμνων Pind.)

    ; pass. быть зажженным, гореть
        

    (νηὸς ἁφθείς Her.; ἄνθρακες ἡμμένοι Thuc.; δᾴς ἡμμένη Arph.)

        2) med. воспламеняться, загораться, зажигаться
        

    (ἐν πυρί Hom.)

    Древнегреческо-русский словарь > απτω

См. также в других словарях:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»